- μακινάρω
- (αόρ. (ε)μακινάρισα) μετ. обрабатывать, очищать машинкой изюм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακινάρω — [μάκινα] κατεργάζομαι κάτι με μηχανή, ιδίως καθαρίζω τη σταφίδα από τους μίσχους και τα άλλα ξένα σώματα … Dictionary of Greek
αμακινάριστος — η, ο [μακινάρω] 1. αυτός που δεν τόν επεξεργάστηκαν με μηχάνημα ή αυτός που δεν επιδέχεται μηχανική επεξεργασία … Dictionary of Greek